δήλη

δήλη
δή̱λη , δῆλος
Delos
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δήλῃ — βούλομαι will pres subj mp 2nd sg (doric) βούλομαι will pres ind mp 2nd sg (doric) δή̱λῃ , δῆλος Delos fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δήλη ημέρα — (Νομ.). Προκαθορισμένη ημέρα για την καταβολή χρέους ή άλλης χρηματικής υποχρέωσης. Η δ.η. έχει μεγάλη σημασία για τις συναλλαγές, γιατί αν έχει συμφωνηθεί η εκπλήρωση της παροχής ορισμένης ημέρας, δεν είναι απαραίτητη η ειδοποίηση προς τον… …   Dictionary of Greek

  • psicodélico — ► adjetivo Sicodélico [en todas sus acepciones]. * * * psicodélico, a (de «psico » y el gr. «dēlóō», mostrar) 1 adj. Se aplica al estado psíquico en que la capacidad sensorial está alterada, por ejemplo por alucinógenos. ⊚ También, a las… …   Enciclopedia Universal

  • αμνοσκοπία — η είδος μαντείας, κατά την οποία προσπαθούν να προμαντέψουν το μέλλον εξετάζοντας τα οστά τής ωμοπλάτης τού αμνού, που σφάζεται σε ορισμένες επίσημες ημέρες. Μολονότι η λέξη δεν μαρτυρείται κατά την αρχαιότητα, η αμνοσκοπία θα πρέπει να αναχθεί… …   Dictionary of Greek

  • μοφέττα — η 1. (μεταλλευτ.) έκλυση δηλη τηριώδους ή ασφυκτικού δύσοσμου αερίου στις υπόγειες εργασίες τών μεταλλείων, όπως είναι το υδρόθειο και το μεθάνιο 2. γεωλ. α) φουμαρόλη, ηφαιστειακή έκλυση αερίων η οποία έχει θερμοκρασία χαμηλότερη τού σημείου… …   Dictionary of Greek

  • οικοδομία — οἰκοδομία, ἡ (Α) [οικοδόμος (Ι)] 1. οικοδόμηση («καὶ δήλη ἡ οἰκοδομία... ὅτι κατὰ σπουδὴν ἐγένετο», Θουκ.) 2. οικοδόμημα …   Dictionary of Greek

  • Σαμοθράκη — Νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, ΝΔ των εκβολών του Έβρου, 24 μίλια περίπου από την Αλεξανδρούπολη. Ελλειψοειδούς σχήματος (22 χλμ., μέγιστο μήκος και 13 μέγιστο πλάτος) έχει έκταση 178 τ. χλμ., πληθυσμό 3.083 κατ., και αποτελεί διοικητικά… …   Dictionary of Greek

  • psicodélico — psicodélico, ca (Del ingl. psychedelic, y este del gr. ψυχή, alma, δήλη, evidente, manifiesta, y el ingl. ic, ‒ico). 1. adj. Perteneciente o relativo a la manifestación de elementos psíquicos que en condiciones normales están ocultos, o a la… …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”